16/07/18, Ομιλία Δημάρχου Ρεθύμνης Γιώργη Χ. Μαρινάκη στη βιβλιοπαρουσίαση του «Κρήτη της καρδιάς μας..»
Ηράκλειο, 13 Ιουλίου 2018
Κύριε Περιφερειάρχη
Αγαπητέ Δήμαρχε Ηρακλείου
Κυρίες και Κύριοι
Χαίρομαι που βρίσκομαι απόψε μαζί σας για να μοιραστούμε τις σκέψεις μας και τα συναισθήματα που, αβίαστα προκαλεί, μια νέα έκδοση για την Κρήτη, προϊόν της συνεργασίας ενός καταξιωμένου φωτογράφου του Γιάννη Γιανέλλου μ’ ένα διακεκριμένο δημοσιογράφο και συγγραφέα τον Δημήτρη Καμπουράκη και τις αναγνωρισμένες για την ποιότητα τους Εκδόσεις Μίλητος.
Ευχαριστώ τους διοργανωτές για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυναν, η οποία ήταν και πρόκληση για μένα, αφού θα έπρεπε να οριοθετήσω την οπτική μου και την προσέγγιση μου για μια αμιγώς καλλιτεχνική δουλειά, δομημένη από λόγο ποιητικό και από τεχνοτροπίες που δεν μου είναι οικείες.
Από την άλλη, ως Κρητικός και ως Δήμαρχος «ενός τόπου ξεχωριστού με αρχοντικούς ανθρώπους» όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας του λευκώματος, παραπέμποντας μας στα λόγια του Πρεβελάκη, σκέφτηκα πως κάθε ευκαιρία που μας δίδεται να μιλήσουμε για την Κρήτη, είναι προνόμιο. Γι’ αυτό το λόγο και συμμετέχω με περίσσια ικανοποίηση σε τούτο το διάλογο, με άξιους συνομιλητές και με μια πολύ καλή αφορμή.
1. Εισαγωγή
Θα σας μιλήσω λοιπόν από καρδιάς, σε βάρος ίσως μιας αναμενόμενης, λόγω της ιδιότητας μου, τοποθέτησης, στην οποία θα κυριαρχούσε το στοιχείο της πολιτικής προσέγγισης, με εκτενείς αναφορές στη σημασία του λευκώματος στην τουριστική προβολή του νησιού, στην ανάδειξη των συγκριτικών του πλεονεκτημάτων έναντι άλλων προορισμών, στην εξέλιξη του σε όλους τους τομείς, η οποία αποτυπώνεται επαρκώς, στη σύνδεση του σκεπτικού των δημιουργών του με τις κοινωνικο- οικονομικές παραμέτρους που συνθέτουν το σύγχρονο προφίλ του νησιού. Σύμφωνοι. Τα περιλαμβάνει όλα αυτά. Ξεφυλλίζοντας το, όμως, η σκέψη και η ματιά κοντοστάθηκε και αποφάσισε να αφεθεί στην αιφνιδιαστικά ευχάριστη αίσθηση που προκαλεί στον κάθε αναγνώστη, αυτό το επιτυχημένο πάντρεμα εικόνας και λόγου.
Και πιότερο ως Κρητικός θα σας μιλήσω, για όσα ένιωσα κρατώντας στα χέρια μου την «Κρήτη της καρδιά μας». Γιατί, πράγματι, το ταξίδι έχει μεγαλύτερη αξία, από τον προορισμό. Και τούτο το λεύκωμα, είναι ένα ταξίδι, μια ζωντανή συνδιαλλαγή με τη φύση και τους ανθρώπους του νησιού, με τις αναμνήσεις και τις μέλλουσες εμπειρίες, με το “είναι” και το “δύναται”.
Παρότι, την Κρήτη την κουβαλάμε μέσα μας, την υπερασπιζόμαστε και προσπαθούμε να την υπηρετούμε, διαπιστώνουμε πως λίγοι είναι εκείνοι που αποτολμούν να αποτυπώσουν την ομορφιά της, τη φυσική μα και την εσώψυχη, σε εικόνες.
Χαιρόμαστε λοιπόν, που ο Δημήτρης Καμπουράκης και ο Γιάννης Γιαννέλος, επιχείρησαν αυτό το περίπλοκο έργο και τα κατάφεραν.
2. Μια γεύση από το λεύκωμα
Η Κρήτη, λοιπόν, της ένδοξης ιστορίας, του πλούσιου πολιτισμού, της ανάπτυξης, των θρύλων και των παραδόσεων, της φιλοξενίας, της μουσικής και του χορού, των γεύσεων και των αρωμάτων, ξεκλειδώνει το μπαούλο με τα μυστικά της και μας τα προσφέρει δώρο ακριβό.
Οι πνευματικοί δημιουργοί του λευκώματος, μας την παρουσιάζουν σε όλη της την χωροχρονική έκταση: μέρα και νύχτα, μεσημέρια καλοκαιριού και βροχερά πρωϊνά, με τη θάλασσα να συνομιλεί με το βουνό, και τους ανθρώπους της να διατηρούν μια στενή, αδιάλειπτη, σχέση με το φυσικό τους περιβάλλον, να διαχειρίζονται τη σκληράδα του ως πρόκληση και να ανταποδίδουν την ευεργεσία του με το σεβασμό τους στα στοιχεία της Φύσης, έχοντας πλήρη επίγνωση της δύναμής της γιατί ζυμώθηκαν με τα δικά της ατόφια συστατικά: το κοκκινοκάστανο χώμα, το καθάριο βρόχινο νερό, την αλμύρα του Κρητικού και του Λυβικού πελάγους, τις μυρωδιές από τα βότανα, τους ήχους απ’ τον παφλασμό των κυμάτων και το τραγούδι των πουλιών, την τραχιά υφή της πλαγιάς του απάτητου βουνού και την ασημο-κίτρινη λάμψη της ράχης του θαλασσοδαρμένου βράχου, τη μεθυστική γεύση του κρητικού κρασιού, τη σκληρή δοκιμασία του παξιμαδιού του σταυρωμένου από τη γιαγιά προτού ψηθεί στον ξυλόφουρνο, τη μεστή, πυκνή γεύση του μελιού στο ξεροτήγανο, το «εβίβα κοπέλια» της παρέας της ρακής, τη μουσική από την κρητική λύρα και τον αντρίκιο χτύπο από τα στιβάνια του χορευτή, που δεν ξέρεις αν πετά ή αν πατά στη γη.
3. Ο φωτογράφος
Όλες αυτές οι εικόνες, φροντισμένες με λεπτομέρειες που αφυπνίζουν ακόμη περισσότερες μνήμες, αιχμαλωτίστηκαν από το ταλέντο του φωτογράφου Γιάννη Γιαννέλου. Η επαγγελματική του δουλειά, εξασφάλισε φωτογραφίες υψηλής ποιότητας και αισθητικής . Η χρήση ειδικών φίλτρων, που προσδίδουν ιδιαίτερες αποχρώσεις στην εικόνα, κάθε άλλο παρά υπονομεύει το στόχο της πιστότερης απόδοσης του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος.
Έτσι , ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει επισκεφθεί το νησί, είναι σε θέση να αντιληφθεί, βλέποντας τις φωτογραφίες, πως όσες δυνατότητες κι αν προσφέρει το photοshop και τα σύγχρονα τεχνικά μέσα στον εκάστοτε καλλιτέχνη, όσος υποκειμενισμός κι αν παρεισφρήσει στη δουλειά του, η ομορφιά, αν δεν υπάρχει, δεν αποτυπώνεται.
Εκτιμώ πως είναι προφανές ακόμη και στους λιγότερο μυημένους στην τέχνη της φωτογραφίας, το χάρισμα του Γιάννη Γιαννέλου. Ένα χάρισμα καλλιεργημένο, σκληρά δουλεμένο, πλουτισμένο από εξειδικευμένη γνώση, ενισχυμένο από τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, σφυρηλατημένο από την αγάπη του για τη δουλειά του, το μεράκι του και τη φαντασία που αποτελεί μόνιμο συνοδοιπόρο των συνθέσεων του.
Μας αιφνιδιάζουν ευχάριστα οι φωτογραφίες του. Έχουν προσωπικότητα. Και φωνή, που μιλά απευθείας στην ψυχή μας. Η καθεμιά, ανακαλεί μνήμες. Διαφορετικές στον καθένα μας, μα όλες από την εποχή της αθωότητας μας. Από περιόδους που βιώσαμε ή που μεταφερθήκαμε νοερά σ’ αυτές μέσα από διηγήσεις των παππούδων μας, των γιαγιάδων ή των γονιών μας. Από στιγμές ολόφωτες, έμπλεες ανθρώπινης ζεστασιάς, τις οποίες μοιραστήκαμε με αγαπημένους. Από νύχτες με πανσέληνο Αυγούστου που μας άφησαν άφωνους, μέχρι τα πρωϊνά που μας βρήκαν να καλωσορίζουμε τη μέρα συντροφιά με τους φίλους μας σε μια σκηνή, σε κάποια παραλία της Κρήτης, μέχρι τα γέλια και την παιδιάστικη ξεγνοιασιά που μας κυρίευσε παίζοντας χιονοπόλεμο σε μια πλαγιά του Ψηλορείτη και μετά, απρόσκλητοι μα πάντα καλοδεχούμενοι, ν’ απολαμβάνουμε τη φιλοξενία ενός βοσκού στο μιτάτο με μια ρακί και λίγο τυρί για να μας «στέσει» στο κρύο.
Όλες οι αναμνήσεις είναι εκεί. Έτοιμες να ξεσπάσουν ζωή, με ένα μόνο κίνητρο. Η δουλειά του Γιάννη Γιαννέλου είναι ένα από τα πιο δυναμικά κίνητρα. Τον ευχαριστούμε λοιπόν που μας κάνει κοινωνούς της δικής του οπτικής πάνω στο νησί, που δεν είναι μόνο γη, ούτε μοναχά ήλιος και θάλασσα , ούτε μόνον άνθρωποι, και δέντρα και βουνά. Είναι όλα μαζί δεμένα σε ένα ομηρικό, χρυσοποίκιλτο υφαντό, που τα ξόμπλια του είναι τα χρώματα του ουράνιου τόξου που εμφανίζεται μετά από τη ξαφνική βροχή, είναι οι αποχρώσεις του ήλιου όταν βυθίζεται στο γαλάζιο του πελάγους μετά από μια κοπιώδη μέρα, είναι η μυρωδιά της γης μετά από το ζωογόνο πρωτοβρόχι, είναι το χαμόγελο του γερο - Κρητικού με τα στιβάνια και τα ατίθασα γένια που συνθέτει μια καλή μαντινάδα για χάρη ενός φίλου ή μιας καλοβαλμένης κοπελιάς, είναι ο ήχος από το δοξάρι του λυράρη, είναι η πλημμυρισμένη από δέος ματιά μπρος στο ανέλπιστο θαύμα που επιφυλάσσει κάθε γωνιά τούτου του τόπου, στον ντόπιο κα τον επισκέπτη του.
Είναι η Κρήτη της καρδιάς μας , που ο φωτογραφικός φακός του Γιάννη Γιαννέλου της απέδωσε την τιμή που της αξίζει. Είναι η Κρήτη, του μισεμού και της επιστροφής. Είναι η Κρήτη που ξεστομίζει αυθόρμητα «καλώς τους» και «ώρα καλή», είναι η Κρήτη που έρχεται μαζί σου φεύγοντας, θρονιασμένη στη σκέψη και την καρδιά, επίμονα να σου ψιθυρίζει «Γύρνα!». Η περιπλάνηση στο φωτογραφικό τούτο συνονθύλευμα, μας φέρνει στο νου τα λόγια του Καβάφη «Επέστρεφε αγαπημένη θύμηση, επέστρεφε και παίρνε με..» .
Κάθε φωτογραφία, είναι η σμίξη μας με το οικείο. Κανείς δεν αισθάνεται ξένος εδώ. Κι αν αισθανθεί ως ξένος, είναι γιατί δεν άφησε τα μάτια της ψυχής του και τα παράθυρα της καρδιάς του ανοιχτά, για να δει, να μυρίσει, να ακούσει, να αγγίξει και να γευτεί τον παθιασμένο παλμό των αέρηδων και του πελάγους που ανταγωνίζονται και αδελφώνουν την ίδια στιγμή, τον ψαλμό των ανθρώπινων ψιθύρων που μπερδεύεται με τις αφηγήσεις των μνημείων, που διηγούνται ακατάπαυστα ιστορίες σκλαβιάς και λευτεριάς, αγάπης και πόνου, ψελλίζοντας υποσχέσεις που κρατάνε. Τόσο που δεν ξέρεις ποιός μιλά, ξέρεις μόνον πως αυτό που ακούς, σε γαληνεύει, σε ταξιδεύει εκεί που θες να πας αλλά πάντα το ανέβαλλες, σου κινητοποιεί την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου, η οποία αναδύεται ασυνείδητα για να διαχυθεί στην συντροφιά και να μοιραστεί απλόχερα, σε φίλους που μόλις απέκτησες.
Η σύνθεση των φωτογραφιών, είναι μια τέχνη από μόνη της. Σίγουρα δεν επελέγη τυχαία η θέση τους. Πέρα από το συνταίριασμα των αποχρώσεων τους, ώστε να ξεκουράζεται η ματιά από τη διαρκή εναλλαγή των εικόνων, το θέμα που προσεγγίζει η κάθε φωτογραφία και η γειτνίαση της με μια άλλη, αποτυπώνουν εν τέλει τη φυσιογνωμία του νησιού κα αναδεικνύουν τις αντιφάσεις που κυριαρχούν στο φυσικό περιβάλλον και στις ανθρώπινες σχέσεις,.
Έτσι, το πάλλευκο από το χιόνι δέντρο στέκει δίπλα στα φλογισμένα ξύλα, ο πέτρινος διάδρομος που σκίζει τη θάλασσα για να οδηγήσει τον επισκέπτη στο εκκλησάκι που στέκει θαρρείς μεσοπέλαγα, αντιπαραβάλλεται με τις θυμωμένες απολήξεις βράχων στο εσωτερικό της σκοτεινής σπηλιάς, ο νεαρός ακροβάτης στην άμμο, αναμετριέται με τον Μινωϊτη που κάνει επίδειξη του κάλλους, της θαυμαστής ανθρώπινης αντοχής κι ευλυγισίας στα ταυροκαθάψια, το ξεχασμένο από το χρόνο και τους ανθρώπους πέτρινο εκκλησάκι στη γυμνή από βλάστηση πλαγιά, στέλνει την ευλογία του στο αγκαλιασμένο από την υγρή πέτρα και τα βρύα, υδραγωγείο που εξασφάλιζε στους ανθρώπους άλλων εποχών, το πιο πολύτιμο αγαθό για τη ζήση τους. Η χλωρίδα κι η πανίδα της Κρήτης, έχει τη δική της ξεχωριστή θέση σε τούτη την έκδοση. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να λείπει αφού ο Κρητικός έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα του, υπερβατική, που ξεπερνά τις αμιγείς διατροφικές του επιταγές και εδράζεται στην αδιάρρηκτη σχέση του με το φυσικό του περιβάλλον.
Και τα οικιστικά σύνολα, οι πρωτεύουσες των Δήμων και των Νομών του νησιού, οι πόλεις, τα άστεα που αποτέλεσαν το αντικείμενο του πάθους πολλών κατακτητών, φιλοξενούνται σε διπλές σελίδες, με αυτοτέλεια και αυτάρκεια, στοιχεία που ο κάθε πολίτης τους πρέπει να αισθάνεται για να είναι ανεξάρτητος, όπως όρισαν οι πρόγονοί του.
Από τούτη τη συνύπαρξη της παλιάς και της νέας Κρήτης, διαπιστώνει κανείς πως παρά την οικιστική, χωροταξική, πληθυσμιακή εξέλιξη της στην οποία συνέδραμε η εκρηκτική επέλαση του τουρισμού μα και η φιλοξενία διακεκριμένων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων όπως το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το ΙΤΕ και το ΤΕΙ Κρήτης, η φυσιογνωμία του νησιού, τα δομικά χαρακτηριστικά του, κυρίως στο φυσικό περιβάλλον, παρέμειναν αναλλοίωτα. Αναδεικνύεται η δύναμη αυτοσυντήρησης του, η ομοιοστατική του ικανότητα, οι ισχυρές αντιστάσεις του στην επέλαση του σύγχρονου.
4. Ο δημοσιογράφος – συγγραφέας
Το λεύκωμα, με μια πιο προσεκτική ανάγνωση, μπορεί να αποτελέσει εν τέλει κι ένα ερμηνευτικό εργαλείο της ψυχοσύνθεσης των Κρητικών. Ανθρώπων που μπολιάστηκαν από τις ιδέες δοξασμένων «κοπελιών» της Κρήτης, όπως τους αποκαλεί ο Δημήτρης Καμπουράκης, αναφερόμενος στους Θεοτοκόπουλο, Βενιζέλο και Μάντακα, ανθρώπων που κλήθηκαν να αναμετρηθούν, σε βάθος χρόνου αιώνων, με εισβολείς και με μια Φύση που δεν χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Σαν κόρη ακριβή που για να την κερδίσει κανείς, πλήρωνε με αίμα και κόπο και πείσμα και αγώνα. Μηδέ των κατοίκων τούτου του νησιού, εξαιρουμένων.
Το ανθρώπινο αποτύπωμα είναι ενεργό και καθάριο σε αυτή την καλαίσθητη έκδοση. Και υπογραμμίζεται από τα σχόλια που συνοδεύουν τις φωτογραφίες, δια χειρός του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα μα πάνω απ’ όλα καλού Κρητικού, Δημήτρη Καμπουράκη.
Προφανώς ο λόγος του εμπνεύστηκε από την αγάπη του για το γενέθλιο τόπο του, τον οποίο ουδέποτε ξέχασε παρότι ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Ίσως ο νόστος να πυροδότησε την ωραία ιδέα του για την έκδοση αυτού του λευκώματος, ίσως η απουσία του από την καθημερινότητα της Κρήτης, να καθοδήγησε την πένα του για να γραφτούν οι μεστές, γεμάτες συναίσθημα λεζάντες των φωτογραφιών. Δεν ξέρω. Εδώ είναι ο ίδιος, να μας τα πει.
Η εισαγωγική του κατάθεση, διατυπωμένη σε ερωτήματα, που ο μυημένος αντιλαμβάνεται ευθύς πως συνθέτουν μια αδιαμφισβήτητη κατάφαση, αυτές οι καταπληκτικές πρώτες σελίδες, προοιωνίζονται όσα θα ακολουθήσουν. Έν Αρχή Ην ο Λόγος, λοιπόν. Χειμαρρώδης, ασυγκράτητος, σα να βιάζονται όλα ν΄ απαντηθούν, μέσα από τις αντιφάσεις τους, τα οξύμωρα σχήματα τους, την επίγνωση της πολυπλοκότητας τους μα και της αλήθειας τους. Τί είναι ο Κρητικός; Και τί το νησί του; Ιδέα, μύθος, τύχη, ευλογία, ορμή γαλήνη, πάθος ή λάθος ; Το Όλον και το μόνον. Μια ασήμαντη κουκίδα στο συμπαντικό χάρτη, μια αχαρτογράφητη ήπειρος στις μύχιες γωνιές του μυαλού και της ψυχής του ντόπιου, ενίοτε και του επισκέπτη.
Το δωρικό ύφος που υιοθετεί ο συγγραφέας στη συνέχεια, στα σχόλια των φωτογραφιών, κάθε άλλο παρά στερείται ουσίας. Έχει φλόγα, παλμό, ζωηράδα, απορία, γεννά σκέψη και πλήθος συναισθημάτων που τα συμμεριζόμαστε όλοι. Ακόμη και τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει, λόγω του συνοπτικού τους περιεχομένου, εύκολα αποτυπώνονται στη μνήμη κι έτσι, κανείς θυμάται όσα και ό,τι πρέπει από κάθε μνημείο, από κάθε σύμβολο που καθόρισε την ταυτότητα του Κρητικού.
Άλλοτε μεταφορικά κι άλλοτε κυριολεκτικά τα σχόλια του, μας μεταφέρουν νοερά στο Πριν και το Αύριο του νησιού: Στα καλντερίμια, τα γραφικά σοκάκια, τα μνημεία, αυτούς τους αδιάψευστους μάρτυρες διαφορετικών πολιτισμών, που φιλοξένησε τούτη η γη, επί αιώνες, στους ελαιώνες που με φιλότιμο δίνουν πολύτιμη τροφή στο τραπέζι της οικογένειας μα και στις γέφυρες τις φτιαγμένες πέτρα πέτρα από δουλεμένα χέρια αυτοδίδακτων τεχνιτών, στις εκκλησιές, άλλοτε επιβλητικές, συμβατές με τις σύγχρονες επιταγές περί μεγαλοπρέπειας και άλλοτε ταπεινές, κρυμμένες σε σπηλιές ή κρεμασμένες σε βράχια και απότομες πλαγιές, μια και δεν έχει όρια η ανάγκη του ανθρώπου για το Θείο ούτε ενδεδειγμένο τόπο η λατρεία. Μπορεί να εκδηλωθεί μα και να στεριώσει, παντού.
Η ανθρώπινη παρέμβαση επισημαίνεται εμφαντικά από το συγγραφέα, για να υπογραμμίσει την προσωπική μας ευθύνη στη διαφύλαξη του παρελθόντος με σεβασμό, μα και στη δυνατότητα μας να παράξουμε το ωραίο , το φροντισμένο με μεράκι και αγάπη και κάματο αγόγγυστο.
Ήταν έξυπνη η επιλογή του να μην βάλει, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, την ονομασία της κάθε τοποθεσίας. Εκτιμώ πως τούτο συνέβη μια και ο ίδιος αντιλαμβάνεται την Κρήτη ως μια ολότητα, όπου οι ονομασίες, οι τίτλοι, οι ετικέτες, δεν έχουν σημασία.
Παντού, απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού, είναι διάχυτη η ομορφιά, το παιχνίδισμα του φωτός στα γενναιόδωρα ηλιοβασιλέματα και τα νωχελικά πρωϊνά, τότε που η νύχτα ολοκληρώνει με ένα φευγαλέο αποχαιρετισμό τα ερωτοφιλήματα της με τη μέρα, στα κάστρα, τ’ αλλοτινά φρούρια προστασίας της ποθητής από πολλούς διεκδικητές πόλης, που υποδέχονται τους επισκέπτες που τα αντικρίζουν, με τη λαχτάρα του ερχομού, από το κατάστρωμα του πλοίου και τους αποχαιρετούν με την υπόσχεση «θα ξανασμίξουμε».
Κι αυτή η αδιαίρετη ολότητα, η Κρήτη, ξεδιπλώνεται στις σελίδες του λευκώματος, σε όλες τις εποχές, σε όλες τις στιγμές της μέρας, στο χρόνο που, στριμωγμένος στο πεπερασμένο του ανθρώπινου νου, μοιάζει να μην τη χωρά, στο χρόνο που κι αν την άγγιξε είναι για να της προσφέρει την ομορφιά της ωριμότητας και της σοφίας και της αντοχής.
Άλλωστε όπως κι ο ίδιος επισημαίνει, σε μια αισιόδοξη αποστροφή του λόγου του, «ο χρόνος δεν νικά πάντα». Ούτε και οι άνθρωποι όμως. Και τούτο, επίσης προκύπτει από τα σχόλια του, μάλλον για να μας παροτρύνει να τιθασεύσουμε την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μας, να μας θυμίσει την προσωρινότητά μας και να τροφοδοτήσει την ενσυναίσθηση της φιλοξενίας μας από τούτη τη γη και την ισορροπία που πρέπει να διέπει τη σχέση μας με τα φυσικά και τα ανθρώπινα.
Διαβάζουμε λοιπόν: «..Αυτοί που έβγαζαν το λάδι έφυγαν», « Μινωϊτες, Δωριείς, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, τώρα εμείς» «…σαν αρχαία ελιά που απόμεινε δίχως καλλιεργητή..», «σκέψεις για τη ματαιότητα των σωμάτων και των πραγμάτων», «Τι θα ‘μασταν δίχως το χρωματιστό ουρανό μας;» είναι μερικές από τις φράσεις του, που ισχυροποιούν το κυρίαρχο της σκέψης του, δίπτυχο, «Φύση και Άνθρωπος».
Και ξάφνου, εκεί που μαγεμένος ο αναγνώστης, ως άλλος περιηγητής πρωτοφανέρωτης γης, θάλασσας κι ουρανού, αφήνεται να παρασυρθεί από την ιστορία και το μεγαλείο της Φύσης, να ‘σου ένα γελαστό γαϊδουράκι να ποζάρει αυτάρεσκα στο φακό, ή ένας εραστής χοχλιός να ψάχνει ταίρι, ή μια λαχανί σαύρα να μην πιστεύει αυτό που την βρήκε, ή ένα σγουρομάλλικο αρνί να έχει κυριολεκτικά στηθεί για φωτογράφηση πάνω από το σταμναγκάθι και, παρακάτω, κάτι κατσίκες να επιβεβαιώνουν με τη στάση τους στο φακό πως, τελικώς, η γυναικεία ματαιοδοξία δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο γνώρισμα, έρχονται για να μας θυμίσουν πως η ζωή, μες την πολυπλοκότητα της, έχει και την αστεία της πλευρά και η ανάγκη για παιχνίδι, είναι ίδιον χαρακτηριστικό δίποδων και τετράποδων.
5. Επίλογος
Χαμογελώντας λοιπόν, ολοκληρώνω τις σκέψεις μου για το λεύκωμα που ετοίμασαν και θέτουν στη διάθεση μας δυο καταξιωμένοι στο χώρο τους επαγγελματίες και καλλιτέχνες. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους είναι εξαιρετικό και είμαι σίγουρος πως το έργο τους θα ναι καλοτάξιδο, στη χώρα μας αλλά και εκτός συνόρων της αφού, ποιος επισκέπτης αλήθεια δεν θα επιθυμήσει να το συμπεριλάβει στις αποσκευές του;
Σας ευχαριστούμε Δημήτρη Καμπουράκη και Γιάννη Γιαννέλο. Μας δώσατε 500 σοβαρούς λόγους για να γνωρίσουμε καλύτερα την Κρήτη. Κι άλλους τόσους προσφέρετε στους επισκέπτες της για να την αγαπήσουν τόσο ώστε να επιστρέψουν ή και να παραμείνουν ακόμη, για να την κάνουν δική τους πατρίδα.
Και το καταφέρατε όχι μόνον με αυτά που μας δείχνετε, με αυτά που μας λέτε αλλά και με όσα αφήνετε να εννοηθούν. ¨Κάλλιο τα άπωτα, παρά τα ειπωμένα» λέμε στον τόπο μας Δημήτρη Καμπουράκη, έτσι δεν είναι; Κι εσείς με τούτο το λεύκωμα, αφήνετε χώρο στη φαντασία μας και τόπο στην ψυχή μας ελεύθερο, για να ταξιδέψει στην «Κρήτη της καρδιάς μας». Να είστε καλά και πάντα δημιουργικοί. Σας ευχαριστώ πολύ.