Ομιλία Δημάρχου Ρεθύμνης κ. Γιώργη Χ. Μαρινάκη στην Ημερίδα «Ονιθέ Γουλεδιανών : Πολιτιστικό Τοπίο – Αναπτυξιακές Προοπτικές»
Κυρίες και Κύριοι
Χαίρομαι που είμαι κοντά σας, σε τούτη την όμορφη περιοχή που, όπως αποδεικνύεται κρύβει αρχαιολογικούς θησαυρούς άξιους μελέτης και ανάδειξης.
Νιώθω ευγνώμων για τη δυνατότητα συμμετοχής σ’ ένα διάλογο που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό, παραμένει ενεργός και πλουτίζεται διαρκώς με νέα στοιχεία που φέρουν στο φως οι επιστήμονες της Αρχαιολογίας. Ένα διάλογο που είμαι σίγουρος πως θ’ αποβεί καρποφόρος για την επιστημονική κοινότητα και ωφέλιμος για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του.
Η δική μου τοποθέτηση, θα επιχειρήσει να αποτυπώσει τη ματιά του Δήμου στο μνημειακό παρελθόν, παρόν και μέλλον του Ρεθύμνου.
Η προσέγγιση αυτή, εν τούτοις, για να είναι επαρκής, προϋποθέτει αναλυτική αναφορά στα μνημεία του Ρεθύμνου, κάτι που, ούτε ο χρόνος επιτρέπει αλλά ούτε δόκιμο είναι εν τέλει αφού η σημερινή μας συνάντηση εμφορείται από άλλη φιλοσοφία: είναι θαρρώ το εφαλτήριο μύησης τη τοπικής κοινωνίας σ’ ένα ακόμη θαύμα που μας αποκαλύπτει η κρητική γη και η πανάρχαιη ιστορία της.
Άλλωστε, νομίζω θα συμφωνήσουμε όλοι πως έχουμε ευλογηθεί στην Ελλάδα. στην Κρήτη και στο Ρέθυμνο, να διαθέτουμε περισσότερο πολιτιστικό πλούτο απ’ όσο μπορούμε να αντέξουμε. Τι σημαίνει αυτό;
Το ερώτημα απαντάται εύκολα, ακόμη και με μια γρήγορη περιήγηση στη γραφική μας πόλη και τους οικισμούς της: Διάσπαρτα μνημεία, παντού, μάρτυρες μια ιστορίας που μετρά αιώνες, αποτύπωμα πολιτισμών χιλιάδων ετών.
Δανειζόμενος τα λόγια του ποιητή και αποτολμώντας να τα παραφράσω, θα πω πως όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, τούτη η χώρα, τούτο το νησί, αντί να μας πληγώνει, μας κάνει να νιώθουμε ευλογημένοι γιατί ακόμη κι οι κατακτητές του το αγάπησαν και κληροδότησαν στις ελεύθερες γενιές που ακολούθησαν τη δική τους μακραίωνη παραμονή στην Κρήτη, αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, τα οποία διαφυλάξαμε, προστατεύσαμε και τα υιοθετήσαμε ως αναπόσπαστα ζωτικά μέρη της ζωής μας, της ίδιας μας της ταυτότητα.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση, αφ εαυτής, είναι νομίζω ένδειξη πολιτισμού και αντανακλά τη ματιά μας πάνω στο μνημειακό παρελθόν και παρόν μας.
Αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης και ένταξης του μνημειακού πλούτου στις λειτουργίες της πόλης, δεν ήταν αυτονόητη ούτε εύκολη. Προηγήθηκαν δημόσιες διαβουλεύσεις, παρεμβάσεις εμπνευσμένων ανθρώπων, επιστημόνων αλλά και πεισματάρηδων φωτισμένων Ρεθυμνιωτών, που αντιλήφθηκαν την κεφαλαιώδη σημασία που είχε για την πρόοδο, τη μελλοντική εξέλιξη και την ευημερία του διαχρονικά παραγκωνισμένου Ρεθύμνου, η προστασία και ανάδειξη αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για να φτάσουμε να συζητάμε σήμερα εδώ, με πνεύμα ελεύθερο από τοπικιστικές φορτίσεις και πνευματικές αγκυλώσεις απεκδυμένες από την πίεση ατομικών συμφερόντων, προηγήθηκαν ζυμώσεις και συστηματική, επίμονη καλλιέργεια μιας νέας, φρέσκιας αντίληψης και νοοτροπίας που θέλει τα μνημεία, από το πιο εντυπωσιακό κάστρο μέχρι το πιο μικρό θύρωμα ή κρήνη, από τον πιο ταπεινό παλιοχριστιανικό εκκλησάκι μέχρι την τελευταία πέτρα - απομεινάρι μιας οχυρωματικής πύλης ή το μικρό ανθρωπόμορφο ειδώλιο, να αντιμετωπίζονται ως ζωντανά μέρη ενός όλου που δεν μπορεί να εξελιχθεί δίχως τη δική τους συμβολή.
Οι παρόντες αρχαιολόγοι μας αλλά και όσοι έχουν αναμιχθεί ως αρχιτέκτονες, ως μηχανικοί, ως ιστορικοί ερευνητές και ιστοριοδίφες, ως λάτρεις του αρχαίου πολιτισμού ακόμη και ως εργάτες που συμμετείχαν σε ανασκαφικές δουλειές, είναι εξοικειωμένοι με όσα σας ανέφερα διότι τα έζησαν στην πράξη.
Και, ως εκ τούτου, γνωρίζουν καλά πως ακόμη και η διάσωση μιας φαινομενικά ασήμαντης βενετσιάνικης εισόδου κατοικίας από τον ασβέστη, χρειάστηκε κόπο, επιμονή και διαπραγμάτευση για να πειστεί ο ιδιοκτήτης. Πολύ δε περισσότερο, όταν η ανασκαφή προσέκρουε στα οικονομικά συμφέροντα του εκάστοτε ιδιοκτήτη γης που μεμψιμοιρούσε για την ατυχία που τον βρήκε, να ανακαλυφθεί στο δικό του χωράφι, το αρχαιολογικό εύρημα.
Η συγκεκριμένη «ατυχία» λοιπόν πυροδοτούσε δικαστικές διαμάχες, γραφειοκρατία και πολύχρονη καθυστέρηση που με τη σειρά της επέφερε επιπλέον φθορά κι εγκατάλειψη του αρχαιολογικού χώρου, απώλεια χρηματοδοτικών ευκαιριών για τη συνέχιση των εργασιών, απόγνωση στους επιστήμονες και τους επιφορτισμένους με το αρχαιολογικό έργο. Πρακτική που – δυστυχώς- συναντάται και σήμερα, σε μικρότερη μεν συχνότητα αλλά με τα ίδια ωστόσο αποτελέσματα. Αναφέρω ένα επίκαιρο παράδειγμα, αυτό του Ενετικού μας Λιμανιού, του κοσμήματος της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου, όπου ενώ υπάρχει τελεσίδικη και σαφέστατη απόφαση του Κ.Α.Σ. για τη διαχείρισή του, οι καταστηματάρχες ενέπλεξαν το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο και τις συναρμόδιες υπηρεσίες, σε μια δικαστική περιπέτεια, η οποία μέχρι να ολοκληρωθεί, θα τους εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο για να συνεχίσουν απερίσπαστοι να καταπατούν το ιστορικό μνημείο και να απολαμβάνουν οικονομικά οφέλη από τη χρήση του.
Στον αντίποδα τέτοιων πρακτικών, βρίσκονται αξιομίμητα παραδείγματα, ανοιχτόμυαλων τοπικών κοινωνιών που, ερμηνεύοντας το, κατ’ άλλους «ατύχημα», ως ευλογία, αντιλήφθηκαν εγκαίρως την υπεραξία που θα προσέφερε στον τόπο τους και τις προοπτικές που διανοίγονταν, από την ανασκαφή και την ανάδειξη του αρχαιολογικού πλούτου της περιοχής τους και υποστήριξαν, με όλα τα μέσα, υλικά και ψυχικά, την εξέλιξη και περαίωση σημαντικού μέρους του αρχαιολογικού έργου. Αναφέρομαι στα δύο χωριά της Ελεύθερνας, που σήμερα καμαρώνουν κι εμείς μαζί τους για το σύγχρονο Μουσείο της Ελεύθερνας και την ασύλληπτα σπουδαία ανασκαφική δουλειά που έκαναν εκεί και είναι, ακόμη και σήμερα, σε εξέλιξη ο κ. Σταμπολίδης , οι κ. Καλπαξής και Θέμελης και οι πάμπολοι φοιτητές τους.
Σε αυτήν ακριβώς την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και την αλλαγή ιδιοτελών νοοτροπιών εδράζεται αλλά δεν εξαντλείται, και η συμβολή του Δήμου Ρεθύμνης.
Έχουμε πλήρη επίγνωση, πως τα έργα από μόνα τους δεν αρκούν. Σαφώς και οι υποδομές, η συντήρηση και η προστασία μνημείων, η φιλοξενία αρχαιολογικών ευρημάτων θησαυρών σε ασφαλείς, ελκυστικούς και κατάλληλους χώρους, είναι αναγκαίες συνθήκες, προφανώς και απαιτούνται πόροι και χρηματοδοτικά εργαλεία για όλα αυτά, και είναι διαρκής η αγωνία μας να έχουμε έτοιμες μελέτες και ώριμες προτάσεις για διεκδίκηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων που θα μας επιτρέψουν, σε συνεργασία με το ΥΠΠΟ και την Αρχαιολογική μας Υπηρεσία να προστατεύσουμε τα μνημεία μας από την αδυσώπητη φθορά του χρόνου και να αναπλάσουμε τον περιβάλλοντα χώρο τους. Και ειλικρινά χαίρομαι που μέσα από το Γραφείο της Παλιάς Πόλης και την Προγραμματική Σύμβαση που συνυπέγραψε ο Δήμος Ρεθύμνης με πλήθος αρμόδιων υπουργείων και Υπηρεσιών, διασώθηκε το ιστορικό κέντρο, χαίρομαι που παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον των τελευταίων χρόνων, το Ρέθυμνο έκανε αξιομνημόνευτα βήματα στον τομέα του Πολιτισμού και μπορούμε να αισιοδοξούμε για παρεμβάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους, επί σειρά ετών εγκαταλελειμμένους, όπως το Υστερομινωϊκό Νεκροταφείο Αρμένων, η Αρχαία Λάππα κ.α.
Ωστόσο, εξίσου αναγκαία συνθήκη είναι και η ένταξη αυτού του μνημειακού πλούτου στη ζωή μας και στις καθημερινές λειτουργίες της πόλης. Σε αυτό τον τομέα, προσπαθούμε, στο Δήμο Ρεθύμνης, μέσα από την εφαρμογή ενός μακρόπνοου σχεδιασμού, αφενός να επιδεικνύουμε προσήλωση στην εφαρμογή της σχετικής με τα μνημεία ισχύουσας νομοθεσίας και να μη χαριζόμαστε σε κανέναν που αρνείται να δει πέρα από το προσωπικό του συμφέρον, και, αφετέρου, να πείσουμε πρωτίστως τους συμπολίτες μας να συνομιλήσουν, με σεβασμό και ειλικρίνεια, με το παρελθόν του τόπου μας, ως εγγύηση για τη μελλοντική του ανάπτυξη.
Θεωρώ πως πλέον, έχει γίνει αντιληπτό γιατί έχει αποδειχθεί στην πράξη , πως ένας τόπος που σέβεται όλες τις εκφάνσεις του Πολιτισμού του, αποκομίζει οφέλη σε όλα τα επίπεδα: την πνευματική του ανάταση, την τουριστική του ανάπτυξη, την οικονομική του ευημερία, την κοινωνική του συνοχή.
Η συνεργασία λοιπόν των τοπικών κοινωνιών με όλους τους φορείς που εμπλέκονται στον Πολιτισμό, είναι επιβεβλημένη συνθήκη. Όπως και η σύμπραξη των τοπικών κοινωνιών στη δημιουργία ενός δικτύου που θα συνδέει του αρχαιολογικούς τους χώρους μέσα από διαδρομές και μονοπάτια που θα χαραχθούν ώστε ο επισκέπτης να μπορεί εύκολα και γρήγορα να μεταφέρεται από τον ένα Οικισμό στον άλλο, για να γνωρίσει την ιστορία τους που πάλλεται ζωντανή στους αρχαιολογικούς τόπους και στα εκτιθέμενα ευρήματα, είναι απαραίτητη. Υπάρχουν πολλοί τρόποι και ακόμη περισσότεροι λόγοι που μπορεί να επικαλεστεί κανείς για να επιχειρηματολογήσει λογικά υπέρ της προστασίας του Πολιτισμού μας.
Κι αυτό το διαπιστώνουμε από την παρέμβαση στην Ονιθέ. Ένας τόπος επίσης ευλογημένος όχι μόνον για την ιστορία του και την επιβεβαιωμένη αρχαιολογική του σημασία, ο οποίος ειδικά τα τελευταία χρόνια, ελκύει το ενδιαφέρον του ΥΠΠΟ και απολαμβάνει τη στοργή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά και γιατί η τοπική κοινωνία δια του δραστήριου Εκπολιτιστικού Συλλόγου Γουλεδιανών έχει επίσης αγκαλιάσει την επιχείρηση ανάδειξης του σημαντικού πολιτιστικού του υπόβαθρου.
Αξίζουν όλοι συγχαρητηρίων. Και είναι πολλοί. Κι έχουν ονοματεπώνυμο.
Είναι ο Αρχαιολόγος του ΥΠΠΟ κ. Κυριάκος Ψαρουδάκης ο οποίος ανέλαβε την πρωτοβουλία διοργάνωσης εξαιρετικών εκδηλώσεων στην Ονιθέ ενώ είναι εκείνος που έχει καταρτίσει νέο αρχαιολογικό ανασκαφικό πρόγραμμα για την Ονιθέ, το οποίο ο Δήμος θα συντρέξει στο πλαίσιο του θεσμικού και του οικονομικού εφικτού.
Είναι όλοι οι εισηγητές στη σημερινή Ημερίδα και οι φορείς που εκπροσωπούν. Μεταξύ αυτών η Καθηγήτρια του Π.Κ. κα Τζαχίλη Ιρις, ο Καθηγητής του Π.Κ. κ. Ν. Σταμπολίδης, η Δ/ντρια Εφορίας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου κα Τσιγκουνάκη Αναστασία και τα στελέχη της Αρχ/κής Υπηρεσίας Ρεθύμνου κα Καραμαλίκη Νότα, κ. Καπράνος Επαμεινώνδας και κ Κώστας Γιαπιτσόγλου, και πολλοί άλλοι που δεν είναι παρόντες ή αθέλητα παραλείπω.
Τους ευχαριστούμε όλους θερμά.
Ευχαριστώ και σας για την προσοχή σας κι ελπίζω στο μέλλον να δοθούν κι άλλες παρόμοιες αφορμές να συναντηθούμε εδώ, στην Ονιθέ, στην οποία εύχομαι να αποτελέσει μελλοντικά ένα ακόμη σπουδαίο σημείο αναφοράς για τον Πολιτισμό του Ρεθύμνου.